- εφίμερος
- ἐφίμερος, -ον (Α)επιθυμητός, ποθητός, αγαπητός («ἡ τέκνων ὄψις ἐφίμερος προσλεύσσειν ἐμοί», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἵμερος «ποθητός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐφίμερος — ἐφί̱μερος , ἐφίμερος desired masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφίμερον — ἐφί̱μερον , ἐφίμερος desired masc/fem acc sg ἐφί̱μερον , ἐφίμερος desired neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίμερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ακόλουθος της θεάς Αφροδίτης, σύντροφος του Έρωτα, του Αντέρωτα και του Πόθου, προσωποποίηση της ερωτικής επιθυμίας. Κατά τον Όμηρο, ο Ί. και ο Έρωτας ήταν απρόσωποι. Αργότερα όμως προσωποποιήθηκαν από τον Ησίοδο ως… … Dictionary of Greek
επιίμερος — ἐπιίμερος, ον (ιων. τ. τού ἐφίμερος*) (Μ) ποθητός … Dictionary of Greek
ἐφιμέρου — ἐφῑμέρου , ἐφίμερος desired masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφίμεροι — ἐφί̱μεροι , ἐφίμερος desired masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)